ιοντίζω

ιοντίζω
1. προκαλώ ιοντισμό, μετατρέπω ουδέτερα άτομα ή μόρια σε ιόντα με προσθήκη ή απόσπαση ηλεκτρονίων από αυτά
2. φρ. «ιοντίζουσα ακτινοβολία» — η ακτινοβολία κατά την εκπομπή τής οποίας μπορεί να προκληθεί ιοντισμός μορίων ή ατόμων που βρίσκονται στο ίδιο μέσο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. ioniser < ion- (πρβλ. ιόν, ιόντος) + iser (πρβλ. ίζω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ιονίζω — ιοντίζω, προκαλώ ιόντωση. [ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. ιοντίζω] …   Dictionary of Greek

  • ιοντώ — όω και ιοντώνω ιοντίζω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. ioniser < ion (πρβλ. ιόν, ιόντ ος) + κατάλ. iser, που αποδίδεται στην ελλ. με την όω / ώ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”